- ὁσίη
- ὁσίη: divine or natural right, οὐχ ὁσίη, w. inf. (non fas est), ‘it is contrary to divine law.’ (Od.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ὁσίη — ὅσιος hallowed fem nom/voc sg (epic ionic) ὁσία divine law fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁσίῃ — ὅσιος hallowed fem dat sg (epic ionic) ὁσία divine law fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… … Dictionary of Greek
οσία — ὁσία, ιων. τ. ὁσίη ἡ (Α) βλ. όσιος … Dictionary of Greek